- πετεηνός
- -ή, -όν, Αβλ. πετεινός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πετεηνός — πετεινός able to fly masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετεινός — Κοινή ονομασία διάφορων ορνιθόμορφων της οικογένειας των Φασιανιδών. Οποιαδήποτε κι αν είναι η φυλή του, είτε είναι άγριος ή κατοικίδιος, κάθε π. έχει στο κεφάλι του ένα σαρκώδες λειρί, διάφορων σχημάτων, που συνοδεύεται μερικές φορές από ένα… … Dictionary of Greek
pet-2, petǝ- : ptē-, ptō- (Gk. ptā-) — pet 2, petǝ : ptē , ptō (Gk. ptā ) English meaning: to fall; to fly Deutsche Übersetzung: “auf etwas los or niederstũrzen, fliegen, fallen” Material: O.Ind. pátati “flies, wirft sich, fällt” (= πέτομαι, Lat. petō, O.Welsh… … Proto-Indo-European etymological dictionary